- Ἰξίονος
- Ἰ̱ξίονος , Ἰξίωνtragedies on the subject of I.masc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νεφελοκένταυρος — νεφελοκένταυρος, ὁ (Α) ο Κένταυρος που γεννήθηκε από νεφέλη, είτε επειδή κατά την ελληνική μυθολογία ήταν γιος τού Ιξίονος και τής Νεφέλης είτε ως φανταστική μορφή λόγω τών άπειρων σχημάτων που παίρνουν τα σύννεφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη +… … Dictionary of Greek
προσίκτωρ — ορος, ὁ, Α [προσικνοῡμαι] 1. αυτός που προσέρχεται σε ναό ως ικέτης («σεμνὸς προσίκτωρ ἐν τρόποις Ἰξίονος», Αισχύλ.) 2. (για θεό) αυτός προς τον οποίο καταφεύγει κανείς ως ικέτης, ο προστάτης … Dictionary of Greek
πρωτοκτόνος — ον, Α αυτός που για πρώτη φορά σκότωσε άνθρωπο, ο πρώτος ανθρωποκτόνος («πρωτοκτόνοιοι προστροπαῑς Ἰξίονος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. ξενο κτόνος] … Dictionary of Greek
σύλλεκτρος — ον και ως ουσ. σύλλεκτρος, ό, ἡ, ΜΑ σύνευνος, σύζυγος αρχ. φρ. «ὁ Διὸς σύλλεκτρος» α) προσωνυμία τού Αμφιτρύωνος επειδή κοιμήθηκε στο συζυγικό κρεβάτι τής Αλκμήνης και τού Διός β) προσωνυμία τού Ιξίονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + λεκτρος (<… … Dictionary of Greek